Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2011

Νέες καλλιέργειες σε ημιορεινές περιοχές της χώρας μας

Οι παραγωγοί των ορεινών και ημιορεινών περιοχών της χώρας μας πάντοτε μειονεκτούσαν σε σχέση με τους συναδέλφους τους των μεγάλων, εύφορων πεδιάδων όχι μόνο στο ότι διέθεταν μικρό κλήρο αλλά και στην περιορισμένη επιλογή καλλιεργειών που είχαν. Το μήλο και το κεράσι ασφαλώς αποτελούν λύσεις για αρκετές περιοχές όπως το Πήλιο, το Βέρμιο, τα Πιέρια και ορισμένα άλλα βουνά μας και σε χαμηλό σχετικά υψόμετρο. Η καστανιά και η καρυδιά συνεχίζουν να αποτελούν τα κατ’ εξοχήν δένδρα που συνιστώνται για πολλές περιοχές και ιδιαίτερα σε όξινα εδάφη. Μόλις όμως τα τελευταία χρόνια και μετά τη βιολογική αντιμετώπιση του έλκους της καστανιάς...




σε εθνικό επίπεδο υπάρχει μια σημαντική αύξηση της καλλιέργειας της καστανιάς. Για την καρυδιά δεν υπήρξε ποτέ μεθοδευμένη ενθαρρυντική πολιτική σε στρατηγικό επίπεδο με αποτέλεσμα η χώρα μας να εισάγει κάστανο και καρύδι αντί να είναι χώρα εξαγωγική. Η καλλιέργεια της μαύρης τρούφας έχει προς το παρόν σημαντική απήχηση μεταξύ των νέων παραγωγών και για αλκαλικά εδάφη ενώ η συλλογή αυτοφυούς τρούφας και η πρώτη απόδοση ορισμένων τρουφοφυτειών είναι εξαιρετικά ενθαρρυντική. Η καλλιέργεια της κρανιάς έρχεται τώρα να αποτελέσει μια νέα σοβαρή εναλλακτική καλλιέργεια για την υψομετρική ζώνη των 300-800 μέτρων. Όπως διαμορφώνονται οι νέες τάσεις της αγοράς για βιολογικά και υψηλής διατροφικής και φαρμακευτικής αξίας προϊόντα και τα νέα ερευνητικά αποτελέσματα για τις ευεργετικές για την υγεία ιδιότητες των κράνων, η καλλιέργεια της κρανιάς συγκαταλέγεται σε εκείνες που θα μπορούσαν να έχουν θετικές επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα της γεωργίας μας, στην προστασία του περιβάλλοντος, στην ομορφιά της υπαίθρου μας και την εθνική οικονομία γενικότερα.
Ο Όμηρος αναφέρει τα κράνα ως τροφή χοίρων ενώ ο Θεόφραστος αναφέρει τον καρπό ως «κράνιον». Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως τα κράνια είχαν και μαγικές ιδιότητες. Ο Όμηρος στην Ιλιάδα βεβαιώνει ότι η φοβερή Κίρκη παρέθεσε στον Οδυσσέα και την παρέα του, για τροφή, «καρπόν κρανείας και άκυλλον βάλανον», κράνια δηλαδή και πουρναρίσια βαλανίδια. Από τα παλιά χρόνια τα κράνα ήταν γνωστά για τις φαρμακευτικές τους ιδιότητες. Χρησιμοποιούνται ακόμη και στις ημέρες μας κατά της διάρροιας και εντερικών παθήσεων λόγω της στυπτικότητάς τους που οφείλεται στις τανίνες. Ο φλοιός, οι βλαστοί και οι ρίζες χρησιμοποιούνταν ως αντιπυρετικά. Στις ορεινές περιοχές της χώρα μας τα κράνα χρησιμοποιούνται κατά καρδιακών παθήσεων, κοιλιόπονου, κατά πόνων περιόδου, στομαχικές και εντερικές διαταραχές, ως χωνευτικό και ως τονωτικό κατά τη διάρκεια εργασίας. Εκχυλίσματα του φλοιού θεωρείται ότι θεραπεύουν την ψώρα των σκύλων.
To ξύλο της κρανιάς είναι σκληρότατο και αντοχής σε θραύση. Tα πιο γερά γκλιτσόξυλα των τσοπάνων γίνονται από νεαρούς βλαστούς κρανιάς. Κρανίσες βέργες χρησιμοποιούσαν και οι δάσκαλοι, για το εκπαιδευτικό τους έργο και όχι μόνο «Ακάρδιον και στερεόν όλον, όμοιον κέρατι την πυκνότητα και την ισχύν», χαρακτηρίζει το κρανόξυλο ο Διοσκουρίδης. Από ξύλο κρανιάς κατασκευάστηκε ο Δούρειος Ίππος της Τροίας. Κρανίσια ήσαν τα δόρατα των αρχαίων θηρευτών και των πολεμιστών του Μεγ. Αλεξάνδρου. Από το σκληρό ξύλο της κρανιάς κατασκευάζονται διάφορα μικροαντικείμενα.
Η κρανιά είναι ένα αυτόχθονο, μακρόβιο φυλλοβόλο δένδρο, καλά προσαρμοσμένο στις κλιματεδαφικές συνθήκες της χώρα μας, που ευδοκιμεί σχεδόν σε όλα τα είδη των εδαφών από γόνιμα έως μέτρια γόνιμα, υγρά ή ξηρά αμμοπηλώδη έως βαριά αργιλώδη με pH 3,7-7,5. Όμως προτιμά τα ελαφρά όξινα έως ουδέτερα (pH 6,0- 7,5) και περιοχές με καλά κατανεμημένες βροχοπτώσεις πάνω από 500 mm (Τσιπουρίδης κ.α. 2005). Φυτεύεται σε φυτευτικό σύνδεσμο 3Χ4 μ. (Εικ. 1). Δεν προσβάλλεται από έντομα και φυτονόσους και έτσι είναι ιδεώδες είδος για βιολογική καλλιέργεια. Αντέχει σε χαμηλές θερμοκρασίες (-30° C). Ανθίζει το χειμώνα (Ιανουάριο-Φεβρουάριο) (Εικ. 2) ενώ οι καρποί ωριμάζουν στα τέλη Αυγούστου με αρχές Σεπτεμβρίου οπότε και παίρνουν έντονα κόκκινο, γυαλιστερό χρώμα (Εικ. 3). Κατά πληροφορίες καλλιεργητών η απόδοση μιας καλής φυτείας σε ηλικία 15 περίπου ετών μπορεί να φθάσει και τους 2 τόν./στρέμ.
Τα κράνα έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε αντιοξειδωτικά (πλέον των 4 φλαβονοειδών), ανθοκυάνες και φαινολικά παράγωγα κατά την περίοδο ανάπτυξης και ωρίμανσης των καρπών. Σύμφωνα με πρόσφατες εργαστηριακές έρευνες βρέθηκε μεγάλη περιεκτικότητα σε σίδηρο (Fe), σε βιταμίνη C (103 mg/100 g FW), υψηλή περιεκτικότητα σε ασκορβικό οξύ (48-73 mg/100g (περισσότερη από τις φράουλες, τα πορτοκάλια και τα ακτινίδια), καροτίνη και τανίνες. Τα κράνα περιείχαν την υψηλότερη ποσότητα σε ανθοκυάνες σε σύγκριση με τα σμέουρα, βατόμουρα και τα φραγκοστάφυλα (Pantelidis et al. 2007).
Η συνεχώς ανερχόμενη στροφή του μέσου Έλληνα καταναλωτή προς τα βιολογικά και υγιεινά προϊόντα είναι βέβαιο πως θα αυξήσει και τη ζήτηση σε κράνα και μεταποιημένα προϊόντα κράνου. Σημειώνεται πως η παγκόσμια αγορά για βιολογικά προϊόντα το 2001 ανήλθε σε 16 δις δολάρια, το 2008 υπολογίζεται στα 80 δις δολάρια ενώ κατά τα επόμενα 10 χρόνια η ζήτηση θα υπερβαίνει την προσφορά.
Η καλλιέργεια της κρανιάς είναι απλούστερη σε σχέση με άλλα οπωροφόρα δένδρα. Δεν απαιτεί μεγάλη επένδυση εργατικής ενέργειας, δεν προσβάλλεται από φυτονόσους και έντομα, απαιτεί μικρή λιπαντική ενίσχυση και μερικά μόνον ήπια ποτίσματα. Η κρανιά σπάνια κλαδεύεται. Η συλλογή του καρπού γίνεται με άπλωμα διχτυών και δόνηση των κλαδιών. Ο καρπός πλένεται και ή καταναλώνεται νωπός ή ψύχεται την ίδια ημέρα ή χρησιμοποιείται για την παρασκευή ποτών, γλυκών και μαρμελάδας.
Σε μερικές χώρες της Ευρώπης όπου καλλιεργείται η κρανιά χρησιμοποιούνται διάφορες ποικιλίες. Η μακρόκαρπη ποικιλία (var. “Macrocarpa”) παράγει μεγάλους καρπούς ενώ η νανώδης ποικιλία (var. “Nana”) χαρακτηρίζεται από το περιορισμένο ύψος της και μέγεθος κόμης. Η ποικιλία “Variegata” βρέθηκε να καρποφορεί σε περιπτώσεις που άλλες ποικιλίες δεν καρποφόρησαν ενώ και οι καρποί της δεν είναι στυφοί. Η ποικιλία “Jolico” παράγει νόστιμους και γλυκείς καρπούς, μεγάλους σε μέγεθος. Τέλος η ποικιλία 'Pioneer' φημίζεται για τους εύχυμους, γλυκείς και αρωματικούς, αχλαδόμορφους καρπούς της που φθάνουν σε μέγεθος τα 35 χιλ. Ακόμη υπάρχουν ποικιλίες με κίτρινους, λευκωπούς και μώβ καρπούς.
Με τα διαιτολογικά και φαρμακευτικά τους χαρακτηριστικά είναι βέβαιο πως τα κράνα θα βγουν εύκολα στην αγορά. Συμπυκνωμένος χυμός κράνων που ήδη κυκλοφορεί στην ελληνική αγορά πίνεται ως αναψυκτικό σε αναλογία με νερό 1:5, προστίθεται στο τσάϊ, το γιαούρτι, το ταχίνι, τα παγωτά, σε κέϊκ, με λεμόνι στα ψητά, σε μίξη με λεμόνι ή βαλσάμικο σε σαλάτες, φρουτοσαλάτες και γρανίτες.
Η κρανιά προσφέρει λοιπόν στην Ελλάδα την ευκαιρία να πρωταγωνιστήσει στην δημιουργία ενός αγροτικού προϊόντος με πολλαπλή χρήση υψηλής διατροφικής και φαρμακευτικής αξίας. Η έκταση των εγκαταλελειμμένων ορεινών και ημιορεινών αγρών αυξάνεται λόγω μετακίνησης των νέων στα αστικά κέντρα και αποδημίας της παλιάς γενιάς. Η αξιοποίηση των εκτάσεων αυτών με καλλιέργειες όπως της κρανιάς, της τρούφας, καστανιάς και καρυδιάς και μικρών φρούτων μπορεί να εξασφαλίσει ικανοποιητικό εισόδημα. Επιπλέον, οι καλλιέργειες αυτές επιβαρύνουν ελάχιστα το περιβάλλον με φυτοφάρμακα και λιπάσματα, συμβάλλουν στη συγκράτηση των νέων στις εστίες τους και στην περιφέρεια όπου αναμφισβήτητα το επίπεδο διαβίωσης είναι πολύ υψηλότερο σε σχέση με τα αστικά κέντρα.
Για πληροφορίες οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να απευθύνονται στα Ινστιτούτα
Δασικών Ερευνών Θεσ/νίκης (τηλ. 2310 461411) και Φυλλοβόλων Δένδρων Νάουσας
(τηλ. 23320 43343).
Βιβλιογραφία
Pantelidis, G.E.; Vasilakakis, M.; Manganaris, G.A.; Diamantidis, Gr. 2007. Antioxidant
capacity, phelol, anthcyanin and ascorbic acid contents in raspberries,
blackberries, red currants, gooseberries and Cornelian cherries. Food Chemistry
102 (2007): 777-783.
Τσιπουρίδης, Κ.; Bellini, E; Giordani, E. 2005. Η κρανιά. Φρουτονέα, 75 (Τεύχος
Απριλίου): 48-50.

Δημοσιεύτηκε www.geotee-anmak.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου